- συνιππάζομαι
- ΜΑ, και ενεργτ. συνιππάζω Μιππεύω μαζί με ἄλλους, μετακινούμαι έφιππος μαζί με άλλους («συνιππαζομένου Σκύθαις», Πλούτ.)μσν.μτφ. συνακολουθώ, παρέπομαι («λόγοι πνευματικοὶ βίον σεμνόν μὴ ἔχοντες συνιππάζοντα στάχυές εἰσιν ἀνεμόφθοροι», Παλλάδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἱππάζομαι «ιππεύω»].
Dictionary of Greek. 2013.